χλωριούχο νάτριο

希腊语

编辑

名词

编辑

χλωριούχο νάτριο (chlorioúcho nátrion (复数 χλωριούχα νάτρια)

  1. (化学) 氯化钠
  2. (过时) 食盐
    近义词: αλάτι (aláti)

延伸阅读

编辑