ανδρικό μόριο

希臘語 編輯

名詞 編輯

ανδρικό μόριο (andrikó mórion (複數 ανδρικά μόρια)

  1. (委婉) 陰莖 字面意思為「男性成員」
    近義詞: πέος (péos)

變格 編輯

參見 ανδρικό (andrikó)μόριο (mório)