χορεύτρια

希臘語 編輯

名詞 編輯

χορεύτρια (choréftriaf (複數 χορεύτριες,陽性 χορευτής)

  1. 舞者
  2. (委婉) 脫衣舞表演者

變格 編輯

相關詞彙 編輯