希臘語

编辑

形容詞

编辑

μουσικό (mousikó)

  1. μουσικός (mousikós)賓格單數陽性形式。
  2. μουσικός (mousikós)主格賓格呼格單數中性形式。

名詞

编辑

μουσικό (mousikóm f

  1. μουσικός (mousikós)賓格單數形式。