επίρρημα
参见:ἐπίρρημα
希腊语
编辑其他形式
编辑词源
编辑继承自古希腊语 ἐπίρρημα (epírrhēma),继承自原始印欧语 *werh₁-。
名词
编辑επίρρημα (epírrima) n (复数 επιρρήματα)
变格
编辑επίρρημα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | επίρρημα • | επιρρήματα • |
属格 | επιρρήματος • | επιρρημάτων • |
宾格 | επίρρημα • | επιρρήματα • |
呼格 | επίρρημα • | επιρρήματα • |
延伸阅读
编辑- επίρρημα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.