μπανιέρα
希腊语 编辑
词源 编辑
μπάνιο (bánio, “沐浴”) + -ιέρα (-iéra)
发音 编辑
名词 编辑
μπανιέρα (baniéra) f (复数 μπανιέρες)
- 浴缸
- Καθάρισε σε παρακαλώ την μπανιέρα, είναι γεμάτη σαπουνάδες.
- Kathárise se parakaló tin baniéra, eínai gemáti sapounádes.
- 请你清理一下浴缸,里面全是泡沫。
变格 编辑
μπανιέρα的变格
近义词 编辑
- μπάνιο n (bánio)
相关词汇 编辑
- μπανιερίτσα f (banierítsa) (指小词)
- μπανιερούλα f (banieroúla) (指小词)