古希腊语

编辑

词源

编辑

源自προφέρω (prophérō, 发音) +‎ ()

发音

编辑
 

名词

编辑

προφορᾱ́ (prophorā́f (属格 προφορᾶς); 一类变格

  1. 发音说话

变格

编辑

派生词

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: προφορά (proforá)

拓展阅读

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 προφορά (prophorá)

发音

编辑

名词

编辑

προφορά (proforáf (复数 προφορές)

  1. (语言学) 发音
    Η προφορά μερικών ήχων στα Ελληνικά είναι δύσκολη για τους ξένους.
    I proforá merikón íchon sta Elliniká eínai dýskoli gia tous xénous.
    希腊语的部分发音对外国人来说不好发。
  2. (语言学) 口音
    Δεν μπορούσα να καταλάβω την Κρητική προφορά του.
    Den boroúsa na katalávo tin Kritikí proforá tou.
    我听不懂他的克里特口音

变格

编辑

派生词

编辑