希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希臘語 ὑστερία (hustería)

发音

编辑

國際音標(幫助)/i.stɛ.ˈɾi.a/

名词

编辑

υστερία (ysteríaf (复数 υστερίες)

  1. 歇斯底里
  2. 歇斯底里的行為

变格

编辑

延伸阅读

编辑