希臘語 编辑

名詞 编辑

Αρμένισσα (Arménissaf (复数 Αρμένισσες,阳性 Αρμένης)

  1. 亞美尼亞人(女性)

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑