希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἄγνωστος (ágnōstos)

形容詞 编辑

άγνωστος (ágnostosm (陰性 άγνωστη,中性 άγνωστο)

  1. 未知的,陌生
    μνημείο του άγνωστου στρατιώτηmnimeío tou ágnostou stratióti無名士兵紀念碑

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

名詞 编辑

άγνωστος (ágnostosm (复数 άγνωστοι)

  1. 陌生人
  2. (數學) 未知量

變格 编辑