άκρη
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 ἄκρα (ákra),源自ἄκρος (ákros)的陰性形,源自原始印歐語 *h₂ḱrós。
名詞
编辑άκρη (ákri) f (复数 άκρες)
變格
编辑近義詞
编辑- άκρια f (ákria)
- 對比:άκρο n (ákro)
相關詞彙
编辑- ακρίτσα f (akrítsa, 指小詞)
- ακρούλα f (akroúla, 指小詞)
- ακριανός (akrianós, “邊緣的”)
- ακρινός (akrinós, “遠端的,盡頭的”)
- ακρίτας m (akrítas, “邊境居民”)
- ακρότατος (akrótatos, “最遠端的”)
- ακρότητα (akrótita, “極端”)
- ακριτικός (akritikós, “邊緣的,邊界的”)
- 短語:
- απ' άκρη σ' ακρη (ap' ákri s' akri, “完全”)
- μέσες άκρες (méses ákres, “大約,大致”)
- βάζω στην άκρη (vázo stin ákri, “把……放到一邊”)
- κάνω στην άκρη (káno stin ákri, “把……推開,挪開”)
- βρίσκω την άκρη (vrísko tin ákri, “弄清……的真相”)
- αφήνω στην άκρη (afíno stin ákri)
- βγάζω άκρη (vgázo ákri)
- έχω άκρες (écho ákres)
- όπου με βγάλει η άκρη (ópou me vgálei i ákri)
- τραβώ στην άκρη (travó stin ákri)