άλγος
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑άλγος (álgos) n (复数 άλγη)
變格
编辑近義詞
编辑- πόνος m (pónos)
相關詞彙
编辑- αλγεινός (algeinós, “痛苦的”)
- αλγηδόνα f (algidóna, “痛苦,悲痛”)
- αλγολαγνεία f (algolagneía, “痛淫”)
- αλγώ (algó, “受苦”)
- αναλγησία f (analgisía, “痛覺缺失”)
- αναλγητικό n (analgitikó, “止痛藥”)
- αναλγητικός (analgitikós, “止痛的”)
- ανάλγητος (análgitos, “無感覺的;冷酷無情的”)