άλγος
希臘語
編輯詞源
編輯源自Module:Etymology第178行Lua錯誤:attempt to index local 'terminfo' (a nil value)。
發音
編輯名詞
編輯άλγος (álgos) n (複數 άλγη)
變格
編輯近義詞
編輯- πόνος m (pónos)
相關詞彙
編輯- αλγεινός (algeinós, 「痛苦的」)
- αλγηδόνα f (algidóna, 「痛苦,悲痛」)
- αλγολαγνεία f (algolagneía, 「痛淫」)
- αλγώ (algó, 「受苦」)
- αναλγησία f (analgisía, 「痛覺缺失」)
- αναλγητικό n (analgitikó, 「止痛藥」)
- αναλγητικός (analgitikós, 「止痛的」)
- ανάλγητος (análgitos, 「無感覺的;冷酷無情的」)