άμμος
參見:ἄμμος
希臘語
编辑詞源
编辑名詞
编辑άμμος (ámmos) f (复数 άμμοι)(有時也作陽性)
- 沙
- Τα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα φτυαράκια τους.
- Ta paidiá épaizan stin ámmo me ta ftyarákia tous.
- 孩子們在沙地裡拿著鏟子玩。
- 沙灘
變格
编辑近義詞
编辑- 參見:παραλία f (paralía, “海灘”)
相關詞彙
编辑- αμμοδόχη f (ammodóchi, “沙坑”)
- αμμοδόχος f (ammodóchos, “沙坑”)
- αμμοθεραπεία f (ammotherapeía, “砂浴療法”)
- αμμοθύελλα f (ammothýella, “沙塵暴”)
- αμμοκονία f (ammokonía, “砂漿”)
- αμμοκονίαμα n (ammokoníama, “砂漿”)
- αμμοκονιαστής m (ammokoniastís, “泥水匠”)
- αμμόλιθος m (ammólithos, “砂岩”)
- αμμόλουτρο n (ammóloutro, “砂浴”)
- αμμόλοφος m (ammólofos, “沙丘”)
- αμμόπετρα f (ammópetra, “砂岩”)
- αμμοριπή f (ammoripí, “噴沙”)
- αμμοσίφουνας m (ammosífounas, “尘暴,沙卷”)
- αμμότοπος m (ammótopos, “多沙之地”)
- αμμούδα f (ammoúda, “多沙之地,沙灘”)
- αμμουδερός (ammouderós, “多沙的”)
- αμμουδιά f (ammoudiá, “沙灘”)
- αμμοχάλικο n (ammocháliko, “骨料,沙子和礫石”)
- αμμώδης (ammódis, “多沙的”)
- κινούμενη άμμος f (kinoúmeni ámmos, “流沙”)