参见:ἄμμος

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἄμμος (ámmos)

名词

编辑

άμμος (ámmosf (复数 άμμοι)(有时也作阳性)

  1. Τα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα φτυαράκια τους.
    Ta paidiá épaizan stin ámmo me ta ftyarákia tous.
    孩子们在沙地里拿着铲子玩。
  2. 沙滩

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑