αβγό
希臘語
编辑其他寫法
编辑- αυγό (avgó)
詞源
编辑逆構詞,源自複數形αβγά (avgá),源自τ' αβγά (t' avgá),語音上規則發展自古希臘語 τὰ ᾠά (tà ōiá):
- /ta.oˈa/ → /tau̯ˈa/ → /tau̯ˈɣa/ → /tavˈɣa/
源自原始印歐語 *h₂ōwyóm,通過原始希臘語 *ōyyón。
發音
编辑名詞
编辑αβγό (avgó) n (复数 αβγά)
- (動物學) 卵,蛋
- Το αβγό της χελώνας είναι μικρό και ολοστρόγγυλο.
- To avgó tis chelónas eínai mikró kai olostróngylo.
- 龜的卵很小,幾乎是圓形的。
- (特指) 雞蛋
- Για να φτιάξεις μπισκότα χρειάζεσαι αβγά, αλεύρι και βούτυρο.
- Gia na ftiáxeis biskóta chreiázesai avgá, alévri kai voútyro.
- 製作餅乾需要雞蛋、麵粉和黃油。
- (比喻義) 蛋形物體
- Το Πάσχα στην Ευρώπη τρώνε σοκολατένια αβγά.
- To Páscha stin Evrópi tróne sokolaténia avgá.
- 在歐洲,復活節的時候會吃巧克力蛋。
- (生物學) 卵子
- 近義詞:ωάριο (oário)
- Δύο άντρες χρειάζονται το αβγό μιας γυναίκας για να έχουν ένα παιδί.
- Dýo ántres chreiázontai to avgó mias gynaíkas gia na échoun éna paidí.
- 兩個男人需要女性的卵子來生育小孩。
使用注意
编辑- 關於拼寫:Georgios Hatzidakis、Manolis Triantafyllidis、Babiniotis 均認為 αβγό 是正確拼寫:
- ‑β‑ 的拼寫是按語音發展得來。而‑αυ‑的雙重母音拼寫雖然經常出現,但無法得出正當理由。[1]
變格
编辑派生詞
编辑- αβγουλιέρα f (avgouliéra, “蛋杯”)
- αβγότσουφλο (avgótsouflo, “蛋殼”)
- αβγουλωτός (avgoulotós, “蛋形”)
- αβγοθήκη f (avgothíki, “蛋杯”)
- βραστό αβγό n (vrastó avgó, “水煮蛋”)
- αβγολέμονο n (avgolémono, “檸檬雞蛋湯”)
- αβγοτάραχο n (avgotáracho, “魚卵”)
- αβγό μάτι n (avgó máti, “煎蛋”)
- αβγό ποσέ n (avgó posé, “水煮嫩蛋”)
- αυγοσαλάτα f (avgosaláta, “雞蛋色拉”)
- κόκκινο αβγό n (kókkino avgó, “紅雞蛋”) (復活節傳統)
- μελάτο αβγό n (meláto avgó, “半熟蛋”)
- σφιχτό αβγό n (sfichtó avgó, “全熟蛋”)
- τηγανητό αβγό n (tiganitó avgó, “煎蛋”)
- χτυπητά αβγά n 複 (chtypitá avgá, “炒蛋”)
- χρυσό αβγό (chrysó avgó, “搖錢樹”, 字面意思是“金蛋”)
- ακόμη δεν βγήκε απ' τ' αβγό (akómi den vgíke ap' t' avgó, “乳臭未乾”, 字面意思是“他/她還沒從蛋裡孵出來”)
- χάνω τ' αβγά και τα καλάθια (cháno t' avgá kai ta kaláthia, “失去信心”, 字面意思是“丟了雞蛋又丟籃”)
- χάνω τ' αβγά και τα πασχάλια (cháno t' avgá kai ta paschália, “失去信心”, 字面意思是“丟了雞蛋,又弄丟了日曆”)
- κάθομαι στ' αβγά μου (káthomai st' avgá mou, “管好自己的事”, 字面意思是“坐在某人的雞蛋上”)
- σιγά τ' αβγά (sigá t' avgá, “饒了我吧”, 字面意思是“雞蛋慢慢動(就不會碎掉)”)
- αβγά κουρεύουμε; (avgá kourévoume?, “你覺得我(們)很笨嗎?”, 字面意思是“我們是在給雞蛋剃頭嗎?”)
- πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (piás' t' avgó kai koúrev' to, “做難以辦到的事情”, 字面意思是“抓住雞蛋,給它剃頭”)
- παίρνω με τ' αβγά (paírno me t' avgá, “慫恿某人”, 字面意思是“把他們和雞蛋一起帶上”)
- το αβγό του Κολόμβου (to avgó tou Kolómvou, “看似簡單的絕妙想法或發現”, 字面意思是“哥倫布的雞蛋”)
- αβγά σού καθαρίζουν; (avgá soú katharízoun?, “你在笑什麼?”, 字面意思是“他們在清潔你的雞蛋嗎?”)
參考資料
编辑- ↑ Template:R:Babiniotis 2008
- ↑ αυγό in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.