希臘語

编辑
 
Διάφορες αποχρώσεις του κοκκίνου

發音

编辑

形容詞

编辑

κόκκινο (kókkino)

  1. κόκκινος (kókkinos)賓格單數陽性形式。
  2. κόκκινος (kókkinos)主格賓格呼格單數中性形式。

名詞

编辑

κόκκινο (kókkinon (复数 κόκκινα)

  1. 紅色
    Το κόκκινο είναι το χρώμα του πάθους.
    To kókkino eínai to chróma tou páthous.
    紅色是熱情的顏色。
  2. (口語) 紅燈
    περνάω με κόκκινοpernáo me kókkino紅燈 (字面意思是「通過紅燈」)

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑