- 国际音标(帮助): /ˈkocino/
- 断字:κόκ‧κι‧νο
κόκκινο (kókkino)
- κόκκινος (kókkinos)的宾格单数阳性形式。
- κόκκινος (kókkinos)的主格、宾格与呼格单数中性形式。
κόκκινο (kókkino) n (复数 κόκκινα)
- 红色
Το κόκκινο είναι το χρώμα του πάθους.- To kókkino eínai to chróma tou páthous.
- 红色是热情的颜色。
- (口语) 红灯
- περνάω με κόκκινο ― pernáo me kókkino ― 闯红灯 (字面意思是“通过红灯”)