希臘語 编辑

名詞 编辑

αγουρέλαιο (agourélaion (复数 αγουρέλαια)

  1. 橄欖油,用未成熟橄欖榨出的油

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

  • 參見:ελιά f (eliá, 橄欖)
  • 並參見:λάδι n (ládi, )

拓展閱讀 编辑