源自中古希臘語 (ἐ)λάδιν ((e)ládin),源自古希臘語 ἐλᾴδιον (elā́idion),ἔλαιον (élaion, “橄欖油”)的指小詞,源自ἐλαία (elaía, “橄欖樹,橄欖”)。
λάδι (ládi) n (复数 λάδια)
→ 阿羅馬尼亞語: ladi