αγριολούλουδο

希臘語 编辑

詞源 编辑

αγριο- (agrio-, 野外的,野生的) +‎ λουλούδι (louloúdi, )

名詞 编辑

αγριολούλουδο (agrioloúloudon (复数 αγριολούλουδα)

  1. 野花

變格 编辑

參見 编辑