αγριολούλουδο
希腊语 编辑
词源 编辑
αγριο- (agrio-, “野外的,野生的”) + λουλούδι (louloúdi, “花”)
名词 编辑
αγριολούλουδο (agrioloúloudo) n (复数 αγριολούλουδα)
变格 编辑
αγριολούλουδο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αγριολούλουδο • | αγριολούλουδα • |
属格 | αγριολούλουδου • | αγριολούλουδων • |
宾格 | αγριολούλουδο • | αγριολούλουδα • |
呼格 | αγριολούλουδο • | αγριολούλουδα • |
参见 编辑
- αγριόχορτο (agrióchorto, “杂草”)