αγωγιμότητα

希腊语 编辑

词源 编辑

αγώγιμος (agógimos, 導熱的;導電的) +‎ -ότητα (-ótita)仿譯法語 conductivité。最早見於1890年。

名词 编辑

αγωγιμότητα (agogimótitaf (复数 αγωγιμότητες)

  1. (電學) 導熱性導電性
  2. (物理學) 電導率

变格 编辑

相关词汇 编辑

参见 编辑

  • ζήμενς n (zímens, 西門子) 電導率單位

延伸阅读 编辑