αγωγιμότητα
希腊语 编辑
词源 编辑
αγώγιμος (agógimos, “导热的;导电的”) + -ότητα (-ótita),仿译自法语 conductivité。最早见于1890年。
名词 编辑
αγωγιμότητα (agogimótita) f (复数 αγωγιμότητες)
变格 编辑
αγωγιμότητα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αγωγιμότητα • | αγωγιμότητες • |
属格 | αγωγιμότητας • | αγωγιμοτήτων • |
宾格 | αγωγιμότητα • | αγωγιμότητες • |
呼格 | αγωγιμότητα • | αγωγιμότητες • |
相关词汇 编辑
- 参见:αγωγός m (agogós, “导体;管道”)
参见 编辑
- ζήμενς n (zímens, “西门子”) (电导率单位)
延伸阅读 编辑
- Ηλεκτρική αγωγιμότητα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el