αιμοκάθαρση

希臘語 编辑

名詞 编辑

αιμοκάθαρση (aimokátharsif (复数 αιμοκαθάρσεις)

  1. (醫學) 血液透析

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑