αίμα
參見:αἷμα
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑αίμα (aíma) n (复数 αίματα)
變格
编辑其他寫法
编辑- γαίμα n (gaíma)
相關詞彙
编辑- αιμαγγείωμα n (aimangeíoma, “血管瘤”)
- αιμάσσω (aimásso, “流血”)
- αιματέμεση f (aimatémesi, “嘔血”)
- αιματηρός (aimatirós, “血腥的”)
- αιματικός (aimatikós, “血液的”)
- αιμάτινος (aimátinos, “血液的”)
- αιματίτης m (aimatítis, “赤鐵礦”)
- αιματοβαμμένος (aimatovamménos, “沾滿血污的”)
- αιματόβρεχτος (aimatóvrechtos, “血淋淋的”)
- αιματοειδής (aimatoeidís, “血紅的”)
- αιματοκήλη f (aimatokíli, “囊內積血”)
- αιματοκρίτης m (aimatokrítis, “紅細胞壓積”)
- αιματοκυλίζω (aimatokylízo, “屠殺”)
- αιματοκύλισμα n (aimatokýlisma, “大屠殺”)
- αιματοκυλώ (aimatokyló, “屠殺”)
- αιματολογία f (aimatología, “血液學”)
- αιματολογικός (aimatologikós, “血液的”)
- αιματολόγος m 或 f (aimatológos, “血液學家”)
- αιματοπότιστος (aimatopótistos, “需要付出巨大犧牲的”)
- αιματορουφήχτρα f (aimatoroufíchtra)
- αιματουρία f (aimatouría, “血尿”)
- αιματόχροος (aimatóchroos, “血紅的”)
- αιματοχυσία f (aimatochysía, “流血”)
- αιματώδης (aimatódis, “血紅的”)
- αιμάτωμα n (aimátoma, “血腫”)
- αιματώνω (aimatóno, “出血,沾上血”)
- αιμοβορία f (aimovoría, “嗜血慾”)
- αιμοβόρος (aimovóros, “吸食鮮血的;殺人成性的”)
- αιμοδιψής (aimodipsís, “嗜血的”)
- αιμοδοσία f (aimodosía, “獻血”)
- αιμοδότης m (aimodótis, “獻血者”)
- αιμοδότρια f (aimodótria, “獻血者”)
- αιμοκάθαρση f (aimokátharsi, “血液透析”)
- αιμοληψία f (aimolipsía, “放血”)
- αιμόλυση f (aimólysi, “溶血”)
- αιμολυσία f (aimolysía, “溶血”)
- αιμολυτικός (aimolytikós, “溶血的”)
- αιμομίκτης m (aimomíktis, “亂倫的男性”)
- αιμομίκτρια f (aimomíktria, “亂倫的女性”)
- αιμομιξία f (aimomixía, “亂倫”)
- αιμοπετάλιο n (aimopetálio, “血小板”)
- αιμόπτυση f (aimóptysi, “咳血”)
- αιμορραγία f (aimorragía, “大出血”)
- αιμορραγώ (aimorragó, “流血”)
- αιμορροΐδες f 複 (aimorroḯdes)
- αιμοσταγής (aimostagís, “嗜血的”)
- αιμοστατικός (aimostatikós, “止血藥”)
- αιμοσφαιρίνη f (aimosfairíni, “血紅蛋白”)
- αιμοσφαίριο n (aimosfaírio, “血細胞”)
- αιμοφιλία f (aimofilía, “血友病”)
- αιμοφιλική f (aimofilikí, “血友病患者”)
- αιμοφιλικός m (aimofilikós, “血友病患者”)
- αιμοφόρο αγγείο n (aimofóro angeío, “血管”)
- αιμοφόρος (aimofóros, “含血的,運血的”)
- αιμόφυρτος (aimófyrtos, “沾滿血污的”)
- αιμοχαρής (aimocharís, “嗜血的”)
- ματώνω (matóno, “出血,沾上血”)
- μοβόρος (movóros, “嗜血的”)
- τράπεζα αίματος f (trápeza aímatos, “血庫”)