αιμοσφαιρίνη

希臘語 编辑

名詞 编辑

αιμοσφαιρίνη (aimosfairínif (复数 αιμοσφαιρίνες)

  1. (醫學生物學) 血紅蛋白血紅素

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見 编辑

拓展閱讀 编辑