希臘語 编辑

詞源 编辑

古典借詞,源自古希臘語 ἀλλοδαπός (allodapós)

形容詞 编辑

αλλοδαπός (allodapósm (陰性 αλλοδαπή,中性 αλλοδαπό)

  1. 外國
    Τμήμα ΑλλοδαπώνTmíma Allodapón移民

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

名詞 编辑

αλλοδαπός (allodapósm (复数 αλλοδαποί,阴性 αλλοδαπή)

  1. 外國人

變格 编辑

近義詞 编辑

同類詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑