αλλοδαπός
希臘語 编辑
詞源 编辑
古典借詞,源自古希臘語 ἀλλοδαπός (allodapós)。
形容詞 编辑
αλλοδαπός (allodapós) m (陰性 αλλοδαπή,中性 αλλοδαπό)
- 外國的
- Τμήμα Αλλοδαπών ― Tmíma Allodapón ― 移民局
變格 编辑
αλλοδαπός 的變格
近義詞 编辑
相關詞彙 编辑
- αλλοδαπή f (allodapí, “國外,海外”)
名詞 编辑
αλλοδαπός (allodapós) m (复数 αλλοδαποί,阴性 αλλοδαπή)
變格 编辑
αλλοδαπός的變格