αμπελοφάσουλο

希臘語 编辑

詞源 编辑

αμπέλι (ampéli, 葡萄藤) +‎ φασόλι (fasóli, )

名詞 编辑

αμπελοφάσουλο (ampelofásoulon (复数 αμπελοφάσουλα)

  1. 四季豆

派生詞 编辑

拓展閱讀 编辑