φασόλι
希臘語
编辑其他寫法
编辑- φασούλι (fasoúli) 〈口〉
詞源
编辑源自中世紀中古希臘語 φασόλιν (phasólin) < *φασιόλιον,源自通用希臘語 φασίολος (phasíolos)的指小詞,借自拉丁語 phaseolus,phaselus的指小詞,源自古希臘語 φάσηλος (phásēlos),一種可能屬於豇豆屬(Vigna)的豆子[1][2]。
發音
编辑名詞
编辑φασόλι (fasóli) n (复数 φασόλια)
變格
编辑φασόλι的變格
派生詞
编辑- αμπελοφάσουλο m (ampelofásoulo, “四季豆”)
- φασολάκι n (fasoláki, “腰豆,芸豆”)
- φασολάδα f (fasoláda, “白豆湯”)
- φασολιά f (fasoliá, “菜豆植株”)
- φασίολος m (fasíolos, “豆”) (純正希臘語)
派生語彙
编辑參考資料
编辑- ↑ φασόλι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ Template:R:Babiniotis 2010