αναερόβιος
希臘語 编辑
形容詞 编辑
αναερόβιος (anaeróvios) m (陰性 αναερόβια,中性 αναερόβιο)
- 無氧的,厭氧的
- αναερόβια άσκηση
- anaeróvia áskisi
- 無氧運動
- αναερόβια μικροοργανισμοί
- anaeróvia mikroorganismoí
- 厭氧微生物
變格 编辑
αναερόβιος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αναερόβιος • | αναερόβια • | αναερόβιο • | αναερόβιοι • | αναερόβιες • | αναερόβια • |
屬格 | αναερόβιου • | αναερόβιας • | αναερόβιου • | αναερόβιων • | αναερόβιων • | αναερόβιων • |
賓格 | αναερόβιο • | αναερόβια • | αναερόβιο • | αναερόβιους • | αναερόβιες • | αναερόβια • |
呼格 | αναερόβιε • | αναερόβια • | αναερόβιο • | αναερόβιοι • | αναερόβιες • | αναερόβια • |
反義詞 编辑
相關詞彙 编辑
- 參見:αέρας m (aéras, “空氣,風”)