αναερόβιος

希腊语

编辑

形容词

编辑

αναερόβιος (anaeróviosm (阴性 αναερόβια,中性 αναερόβιο)

  1. 无氧的,厌氧
    αναερόβια άσκηση
    anaeróvia áskisi
    无氧运动
    αναερόβια μικροοργανισμοί
    anaeróvia mikroorganismoí
    厌氧微生物

变格

编辑

反义词

编辑

相关词汇

编辑
  • 参见:αέρας m (aéras, 空气,风)