ανδραποδισμός
希臘語 编辑
名詞 编辑
ανδραποδισμός (andrapodismós) m (复数 ανδραποδισμοί)
變格 编辑
ανδραποδισμός的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ανδραποδισμός • | ανδραποδισμοί • |
屬格 | ανδραποδισμού • | ανδραποδισμών • |
賓格 | ανδραποδισμό • | ανδραποδισμούς • |
呼格 | ανδραποδισμέ • | ανδραποδισμοί • |
相關詞彙 编辑
- 參見:ανδράποδο n (andrápodo, “奴隸”)