ανδρειοσύνη

希臘語

编辑

其他寫法

编辑

名詞

编辑

ανδρειοσύνη (andreiosýnif (不可数)

  1. 勇敢英勇
    近義詞:ανδρεία (andreía)ανδραγαθία (andragathía)

變格

编辑


相關詞彙

编辑