ανδρειοσύνη
希腊语
编辑其他写法
编辑- αντρειοσύνη (antreiosýni)
名词
编辑ανδρειοσύνη (andreiosýni) f (不可数)
- 勇敢,英勇
- 近义词:ανδρεία (andreía)、ανδραγαθία (andragathía)
变格
编辑ανδρειοσύνη (andreiosýni)的变格
单数 | |
---|---|
主格 | ανδρειοσύνη • |
属格 | ανδρειοσύνης • |
宾格 | ανδρειοσύνη • |
呼格 | ανδρειοσύνη • |
相关词汇
编辑- 参见:ανδρεία f (andreía, “勇敢”)