首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ανδρικό μόριο
语言
监视本页
编辑
希臘語
编辑
名詞
编辑
ανδρικό
μόριο
(
andrikó mório
)
n
(复数
ανδρικά μόρια
)
(
委婉
)
陰莖
(
字面意思為“男性成員”
)
近義詞:
πέος
(
péos
)
變格
编辑
參見
ανδρικό
(
andrikó
)
、
μόριο
(
mório
)