希臘語

编辑

詞源

编辑

ανθο (antho, ) + δοχείο (docheío, 盆,容器)

名詞

编辑

ανθοδοχείο (anthodocheíon (复数 ανθοδοχεία)

  1. 花瓶
    近義詞:(玻璃製) ανθογυάλι (anthogyáli)βάζο (vázo)

變格

编辑

相關詞彙

编辑

同類詞彙

编辑