ανθοδοχείο
希臘語
编辑詞源
编辑ανθο (antho, “花”) + δοχείο (docheío, “盆,容器”)
名詞
编辑ανθοδοχείο (anthodocheío) n (复数 ανθοδοχεία)
變格
编辑ανθοδοχείο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ανθοδοχείο • | ανθοδοχεία • |
屬格 | ανθοδοχείου • | ανθοδοχείων • |
賓格 | ανθοδοχείο • | ανθοδοχεία • |
呼格 | ανθοδοχείο • | ανθοδοχεία • |
相關詞彙
编辑- 參見:άνθος n (ánthos, “花”)