ανοξείδωτος

希腊语 编辑

形容词 编辑

ανοξείδωτος (anoxeídotosm (陰性 ανοξείδωτη,中性 ανοξείδωτο)

  1. (冶金學)生鏽的,不鏽

变格 编辑

相关词汇 编辑

同類詞彙 编辑