ανοσοσφαιρίνη

希臘語

编辑

名詞

编辑

ανοσοσφαιρίνη (anososfairínin (复数 ανοσοσφαιρίνη)

  1. (免疫學) 免疫球蛋白
    近義詞:(抗體) αντίσωμα (antísoma)

變格

编辑

拓展閱讀

编辑