αντίσωμα
希臘語
编辑名詞
编辑αντίσωμα (antísoma) n (复数 αντισώματα)
- (免疫學) 抗體
- 近義詞:(免疫球蛋白) ανοσοσφαιρίνη (anososfairíni)
變格
编辑αντίσωμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αντίσωμα • | αντισώματα • |
屬格 | αντισώματος • | αντισωμάτων • |
賓格 | αντίσωμα • | αντισώματα • |
呼格 | αντίσωμα • | αντισώματα • |
相關詞彙
编辑- σώμα n (sóma, “身體”)