希臘語

编辑

形容詞

编辑

ανόητο (anóito)

  1. ανόητος (anóitos)賓格單數陽性形式。
  2. ανόητος (anóitos)主格單數中性形式。
  3. ανόητος (anóitos)賓格單數中性形式。
  4. ανόητος (anóitos)呼格單數中性形式。