希臘語 编辑

詞源 编辑

繼承古希臘語 ἀνόητος (anóētos),源自ά- (á-) + νοητός (noētós)

發音 编辑

形容詞 编辑

ανόητος (anóitosm (陰性 ανόητη,中性 ανόητο)

  1. 愚蠢

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑