ανόμημα
參見:ἁμάρτημα
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 ἁμάρτημα (hamártēma, “過錯,罪過;身體缺陷,疾病”)。
名詞
编辑ανόμημα (anómima) n (复数 αμαρτήματα)
變格
编辑ανόμημα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αμάρτημα • | αμαρτήματα • |
屬格 | αμαρτήματος • | αμαρτημάτων • |
賓格 | αμάρτημα • | αμαρτήματα • |
呼格 | αμάρτημα • | αμαρτήματα • |
近義詞
编辑- αμαρτία f (amartía)
派生詞
编辑- επτά θανάσιμα αμαρτήματα n 複 (eptá thanásima amartímata, “七宗罪”)
相關詞彙
编辑- 參見:αμαρτία f (amartía, “罪過”)