希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἁμάρτημα (hamártēma, 过错,罪过;身体缺陷,疾病)

名词

编辑

ανόμημα (anómiman (复数 αμαρτήματα)

  1. (宗教) 罪过
    επτά θανάσιμα αμαρτήματαeptá thanásima amartímata七宗
  2. 过错错误

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑

相关词汇

编辑