αξιογέλαστος
希臘語 编辑
詞源 编辑
αξιο- (axio-, “值得……的”) + γελώ (geló, “笑,大笑”) + -τος (-tos)。最早見於1796年。
發音 编辑
形容詞 编辑
αξιογέλαστος (axiogélastos) m (陰性 αξιογέλαστη,中性 αξιογέλαστο)
- 荒謬的,可笑的
- Η αξιογέλαστη δικαιολογία του ήταν ότι το σκυλί έφαγε τις σχολικές εργασίες του.
- I axiogélasti dikaiología tou ítan óti to skylí éfage tis scholikés ergasíes tou.
- 他那荒謬的藉口,竟是狗把他的作業吃掉了。
變格 编辑
αξιογέλαστος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αξιογέλαστος • | αξιογέλαστη • | αξιογέλαστο • | αξιογέλαστοι • | αξιογέλαστες • | αξιογέλαστα • |
屬格 | αξιογέλαστου • | αξιογέλαστης • | αξιογέλαστου • | αξιογέλαστων • | αξιογέλαστων • | αξιογέλαστων • |
賓格 | αξιογέλαστο • | αξιογέλαστη • | αξιογέλαστο • | αξιογέλαστους • | αξιογέλαστες • | αξιογέλαστα • |
呼格 | αξιογέλαστε • | αξιογέλαστη • | αξιογέλαστο • | αξιογέλαστοι • | αξιογέλαστες • | αξιογέλαστα • |
近義詞 编辑
- γελοίος (geloíos)
- καταγέλαστος (katagélastos)