αξιογέλαστος

希腊语

编辑

词源

编辑

αξιο- (axio-, 值得……的) +‎ γελώ (geló, 笑,大笑) +‎ -τος (-tos)。最早见于1796年。

发音

编辑
  • 国际音标(帮助)/aksioˈʝelastos/
  • 断字:α‧ξι‧ο‧γέ‧λασ‧τος

形容词

编辑

αξιογέλαστος (axiogélastosm (阴性 αξιογέλαστη,中性 αξιογέλαστο)

  1. 荒谬的,可笑
    Η αξιογέλαστη δικαιολογία του ήταν ότι το σκυλί έφαγε τις σχολικές εργασίες του.
    I axiogélasti dikaiología tou ítan óti to skylí éfage tis scholikés ergasíes tou.
    他那荒谬的借口,竟是狗把他的作业吃掉了。

变格

编辑

近义词

编辑