希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἀπατεών (apateṓn)

發音 编辑

名詞 编辑

απατεώνας (apateónasm (复数 απατεώνες,阴性 απατεώνισσα)

  1. 騙子

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見:απάτη f (apáti, 欺騙,欺瞞)