αργό πετρέλαιο

希臘語

编辑

詞源

编辑

αργός (argós, 粘稠的) + πετρέλαιο (petrélaio, 石油)

名詞

编辑

αργό πετρέλαιο (argó petrélaion

  1. 原油

變格

编辑

參見αργός (argós)πετρέλαιο (petrélaio)