πετρέλαιο
希臘語
编辑名詞
编辑πετρέλαιο (petrélaio) n (复数 πετρέλαια)
變格
编辑πετρέλαιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πετρέλαιο • | πετρέλαια • |
屬格 | πετρελαίου • | πετρελαίων • |
賓格 | πετρέλαιο • | πετρέλαια • |
呼格 | πετρέλαιο • | πετρέλαια • |
近義詞
编辑- 參見:βενζίνη f (venzíni, “汽油”)
派生詞
编辑- φωτιστικό πετρέλαιο n (fotistikó petrélaio, “燈油”)
- αργό πετρέλαιο n (argó petrélaio, “原油”)