αστέρι
希臘語
编辑詞源
编辑源自中世紀中古希臘語 ἀστέριν (astérin),源自通用希臘語 ἀστέριον (astérion),古希臘語 ἀστήρ (astḗr)的指小詞,源自原始印歐語 *h₂stḗr。
發音
编辑名詞
编辑αστέρι (astéri) n (复数 αστέρια)
- (天文學) 星
- (幾何學,非正式) 星形
- (電影) 明星
- 在某方面聰明、有才華的人
- αυτό το παιδί είναι αστέρι στα μαθηματικά
- aftó to paidí eínai astéri sta mathimatiká
- 這個小孩是個數學天才
- 星級
變格
编辑αστέρι的變格
相關詞彙
编辑- ανάστερος (anásteros, “無星的”)
- άναστρος (ánastros, “無星的”)
- αξαστέρωτος (axastérotos, “多雲的”)
派生語彙
编辑- → 羅馬尼亞語: astru